αφκιασίδωτος

αφκιασίδωτος
αφκιασίδωτος, -η, -ο και αφτιασίδωτος, -η, -ο
αυτός που δεν είναι φκιασιδωμένος: Λίγες γυναίκες σήμερα είναι αφκιασίδωτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αφκιασίδωτος — βλ. αφτιασίδωτος …   Dictionary of Greek

  • αφτιασίδωτος — και αφκιασίδωτος ή αφτειασίδωτος και αφκειασίδωτος, η, ο αυτός που δεν έχει φτιασιδωθεί ή καλλωπιστεί, ο αμακιγιάριστος …   Dictionary of Greek

  • αφτιασίδωτος, -η — ο βλ. αφκιασίδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψιμυθίωτος — η, ο αφκιασίδωτος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”